- συνδέω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω]1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ ἴδιον διασπᾷ τὰς πόλεις», Πλάτ.)3. συναρμολογώ (α. «συνδέω τα ελατήρια τής μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», Πολυδ.)νεοελλ.συσχετίζω, αλληλεξαρτώ («μη συνδέεις τα γεγονότα, είναι τελείως διαφορετικά»)αρχ.1. (σχετικά με πρόσ.) δένω χειροπόδαρα2. (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και έτσι συλλαμβάνομαι3. γραμμ. συνδέω τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου4. (απλώς) δένω5. είμαι ή αποτελώ συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα πηλόν», πάπ.)6. περιβάλλω κάτι με επίδεσμο7. μτφ. εμποδίζω, περιορίζω την ελευθερία τών κινήσεων κάποιου8. (μέσ. και παθ.) συνδέομαια) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε στέρνα σύνδησαι πέπλους», Ευρ.)β) βρίσκομαι στη φυλακή, είμαι φυλακισμένοςγ) έχω ή κρατώ δεμένα μαζί δύο ή περισσότερα πράγματαδ) (φιλοσ.) επικοινωνώ με το θείο, βρίσκομαι σε κοινωνία με τον θεό9. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) συνδεδεμένοςζαρωμένος10. φρ. «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά κανείς κάτι από κάπου χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.